- φρενοβλαβῶς
- φρενοβλαβήςderangedadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρενοβλαβώς — Μ επίρρ. βλ. φρενοβλαβής … Dictionary of Greek
φρενοβλαβής — ές, ΝΜΑ αυτός που πάσχει από φρενοβλάβεια, τρελός. επίρρ... φρενοβλαβῶς Μ κατά τρόπο παράφρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + βλαβής (< βλάβη / βλάβος), πρβλ. ψυχο βλαβής] … Dictionary of Greek